- ανεμβολίαστος
- -η, -ομη εμβολιασμένος, αμπόλιαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμβολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεμβολίαστος — η, ο αμπόλιαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβατσινάριστος — και αβατσίνιαστος και αβατσίνωτος, η, ο [βατσινάρω] αδαμάλιστος, ανεμβολίαστος … Dictionary of Greek